- αμός
- (I)ἁμὸς και ἀμός, -ή, -όν και αιολ. ἄμμος, -η, -ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή του (το ἡμέτερος). Η χρήση του, που επεκτείνεται και στο α΄ ενικό πρόσωπο, γενικεύεται στον Πίνδαρο και στους τραγικούς. Στην Ομηρική παράδοση και τη λοιπή αρχαία γραμματεία ο τ. ἁμὸς εθεωρούνταν κυρίως δωρικός, παρά τη στενότερη σχέση του με τις αιολ. προσ. αντων. ἄμμι(ν), ἄμμε. Το ἁμὸς πάντως ήδη στον Όμηρο έρχεται σε αντίθεση με τις προσ. αντων. τής Αιολικής ως προς το διπλό μ, το δασύ πνεύμα και τον τονισμό. Εντούτοις η παρουσία -μ- αντί -μμ- δεν είναι ασυνήθιστη, αν ληφθεί υπ' όψιν το ὑμὸς που επίσης έρχεται σε αντίθεση με τις προσ. αντων. ὔμμι(ν), ὔμμε. Ακόμη η παρατήρηση ότι ήδη στην αρχαιότητα το ἁμὸς εθεωρούνταν δευτερεύων τ. τού ἐμὸς (οι τραγικοί τό χρησιμοποιούσαν αντί τού ἐμός, ενώ ο Ευστ. αναφέρει ότι συχνά το ἁμὸς αντικατέστησε το ἐμὸς χάριν τού μέτρου) ερμηνεύει την αναλογικά προς το ἐμὸς γραφή του. Όσον αφορά στο πνεύμα τής λ. στη χειρόγραφη παράδοση τού Ομηρου παραδίδονται γραφές και με τα δύο πνεύματα. Στους τραγικούς και στον Πίνδαρο η λ. δασύνεται. Η ψίλωση τού τ. δυνατόν να οφείλεται και στη χρήση του αντί τού ἐμός. Ο τονισμός στη λήγουσα (ἁμὸς αντί ἄμος) είναι πιθ. αναλογικός κατά τα ἐμός, σός, σφός (πρβλ. και ὑμός). Ο τ. ἁμὸς ανάγεται σε ΙΕ ρ. *ns- (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρ. *nĕs-) *ns -sme > *nsme > *ns-mos > *ἁσ-μ-ὸς < αιολ. ἄμμος (με αφομοίωση τού σ και βαρυτονία), δωρ. ἁμός].————————(II)ἁμὸςλέξη ισοδύναμη με τα αόρ. εις, τις.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν απαντά αυτοτελώς παρά μόνο στα επιρρ. ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν, ἁμόθι και στις επίρρ. εκφρ. ἁμή γέπῃ ἁμόθεν γέ ποθεν, ἁμουγέποι, ἁμοῦ γέ που, ἁμῶς γέ πως. Πιο εύχρηστο είναι ως σύνθετο με τα αρνητ. επιρρ. οὐδέ, μηδέ: οὐδαμὸς-μηδαμός, οὐδαμὰ-μηδαμά, οὐδαμῇ-μηδαμῇ-μηδαμεῖ, οὐδαμόθεν-μηδαμόθεν, οὐδαμόθι-μηδαμόθι, οὐδαμοῖ-μηδαμοῖ, οὐδαμόσε-μηδαμόσε, οὐδαμοῦ-μηδαμοῦ, οὐδαμῶς-μηδαμῶς. Μεταγεν. τύποι οι οὐδάμινος, ναιδαμῶς. Στην ελληνιστ. εποχή δημιουργούνται τύποι με δασύ οδοντικό: μηθαμά, -όθεν, -οῦ, οὐθαμεῖ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sm- (πρβλ. αρχ. ινδ. sama- «κάποιος», γοτθ. sums «κάποιος», αγγλ. some «μερικοί, κάποιος» κ.ά.): *sm-ος > *hαμ-ος > ἁμ-ός. Οι προηγούμ. τ. συγγενεύουν με τα ά- (αθροιστικό), ἅμα* εἷς, γαλλ. un «ένας». Η αοριστολογική χροιά ίσως προέρχεται από την έννοια τής ενότητας. Πρβλ. γαλλ. un, νεοελλ. ένας κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.